Προβλήματα συμπεριφοράς



ΤΙΚ

Περιλαμβάνουν ακούσιες κινήσεις διαφόρων μυϊκών ομάδων του σώματος.
Όλα τα παιδιά σε κάποια φάση της ψυχοκινητικής τους εξέλιξης παρουσιάζουν κάποιο είδος επαναλαμβανομένων κινήσεων που περιγράφονται σαν συνήθειες.
Μερικές από αυτές τις συνήθειες προκύπτουν και από μίμιση των ενηλίκων. Μερικές φορές όμως, κινήσεις που εξυπηρετούν κάποιο σκοπό αρχικά, για κάποιο λόγο μπορεί να γίνουν επαναλαμβανόμενες. Στη συνέχεια χάνουν την αρχική τους σημασία και εξυπηρετούν κατά κάποιο τρόπο την εκτόνωση ψυχικών εντάσεων.
Μερικά συμπτώματα συχνά ενισχύονται από την προσέλκυση της προσοχής των γονιών ή άλλων ατόμων.
Τα τικ περιλαμβάνουν επαναλαμβανόμενες κινήσεις μυϊκών ομάδων και αντιπροσωπεύουν εκτόνωση έντασης που οφείλεται σε καταστάσεις συναισθηματικής φόρτισης. Οι κινήσεις αυτές δεν έχουν προφανή χρησιμότητα. Τμήματα του σώματος που μπορεί να συμμετέχουν είναι οι μύες του προσώπου του λαιμού, του ώμου, του κορμού και των χεριών. Μπορεί να είναι συσπάσεις των χειλιών, διάφορες γκριμάτσες, σύσπαση των βλεφάρων, κινήσεις της γλώσσας, καθάρισμα του λαιμού κ.α.

Τα τικ δύσκολα ξεχωρίζουν πολλές φορές από ελάσσονες σπασμούς στους οποίους, ως γνωστόν, στα παιδιά δεν παρατηρείται απώλεια συνείδησης ή παροδική αμνησία.
Σε πολλές περιπτώσεις συνοδεύουν άλλα ψυχιατρικά σύνδρομα ή είναι επακόλουθα εγκεφαλίτιδας.

Η υπέρμετρη γονεϊκή προσοχή μπορεί ενισχύσει τα τικ ενώ η παράβλεψη τους μπορεί να τα μειώσει. Τα τικ είναι σπάνια στη προσχολική ηλικία. Εξαφανίζονται κατά την διάρκεια του ύπνου και αυξάνονται με το άγχος και την υπερένταση. Αποτελούν εκδηλώσεις ανασφάλειας αλλά μπορεί να υπάρχει και γενετικός παράγοντας. Η συχνότερη ηλικία που ξεκινούν είναι η ηλικία των 6 με 7 χρόνων.

Τα τικ μπορεί να οδηγήσουν σε δυσάρεστες καταστάσεις στο σπίτι, όπως συγκρούσεις μεταξύ των γονιών και τσακωμό μεταξύ γονιού και παιδιού. Οι μητέρες παραπονιούνται είναι νευριασμένες και προσπαθούν να λύσουν το πρόβλημα με γκρίνια και τιμωρίες αλλά αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την επιδείνωση του προβλήματος. Θα πρέπει να το αγνοήσουν εντελώς. Οποιαδήποτε αιτία που προκαλεί ανασφάλεια θα πρέπει να εξαλειφθεί. Τα τικ συνήθως εξαφανίζονται όταν εξαφανιστούν διάφορες αιτίες συγκρούσεις στο σπίτι. Μερικά παραμένουν για χρόνια ακόμα και στην ενήλικη ζωή. Μερικές φορές όταν ένα τικ εξαφανιστεί αμέσως αντικαθιστάται από ένα άλλο.

Ρυθμικές Κινήσεις του Σώματος

Οι ρυθμικές κινήσεις του σώματος φαίνεται ότι δίνουν στο βρέφος μια αίσθηση παρηγοριάς όταν αισθάνεται παραμελημένο η όταν του λείπει η σωματική επαφή με την μητέρα. Αυτές οι κινήσεις αντιπροσωπεύουν κάτι σαν χάδι. Μερικές από αυτές τις κινήσεις παρατηρούνται και σε παιδιά με νοητική καθυστέρηση η σε άλλα που υποφέρουν από μητρική η συναισθηματική αποστέρηση.
Πολλά παιδιά μεγαλώνοντας μαθαίνουν να περιορίζουν μερικές από αυτές τις κινήσεις ειδικά σε δημόσιους χώρους.

Τρίξιμο δοντιών

Φαίνεται ότι είναι αποτέλεσμα έντασης που δημιουργείται στο παιδί λόγω συναισθημάτων θυμού ή έχθρας που δεν εκδηλώνονται. Ο βρουξισμός δημιουργεί προβλήματα σύγκλισης των δοντιών. Βοηθώντας το παιδί να εκφράσει το θυμό του, ουσιαστικά το βοηθούμε να απελευθερωθεί από το πρόβλημα.
Όταν ξαπλώνει το βράδυ προ του νυκτερινού ύπνου, καλό είναι να το κάνουμε να αισθάνεται πιο άνετα και ευχάριστα και να του δίνουμε την ευκαιρία να εκφράσει το θυμό και τους φόβους του που το απασχολούν κατά την διάρκεια της ημέρας.

Θηλασμός του Αντίχειρα

Αυτό είναι κάτι φυσιολογικό στην βρεφική ηλικία, σε ένα μεγαλύτερο παιδί όμως το κάνει να φαίνεται ανώριμο και επηρεάζει και την σύγκλιση των δοντιών.
Ο καλύτερος τρόπος για την διακοπή θηλασμού του αντίχειρα είναι να του δώσουμε να καταλάβει ότι μπορεί να αισθανθεί εξίσου καλά και με άλλες μορφές ευχαρίστησης. Οι γονείς θα πρέπει να αγνοήσουν τα συμπτώματα εάν είναι δυνατόν, και να επικεντρωθούν σε πιο θετικές πλευρές τις συμπεριφοράς του παιδιού.
Το παιδί εκείνο το οποίο προσπαθεί να σταματήσει το θηλασμό του αντίχειρα, θα πρέπει να ενθαρρύνεται και να επιβραβεύεται.

Τραύλισμα

Είναι μια διακοπή του φυσιολογικού ρυθμού της ομιλίας τόσο συχνή και τόσο έντονη, ώστε να προσελκύει την προσοχή, να επηρεάζει την επικοινωνία και να προκαλεί άγχος στον τραυλίζοντα ή στον ακροατή.

Συνήθως ξεκινάει σαν ελαφρύ τραύλισμα κατά την διάρκεια εκμάθησης της ομιλίας. Σταδιακά το παιδί αρχίζει να επαναλαμβάνει τα σύμφωνα και στην συνέχεια εκδηλώνεται με επανάληψη των λέξεων και των φράσεων. Καθώς το παιδί αρχίζει να καταλαβαίνει τη δυσχέρεια που έχει στην εκφορά της ομιλίας, αρχίζει να το πιάνει άγχος και να συμβαίνουν διάφορες ψυχολογικές συνέπειες. Καθώς η κατάσταση μονιμοποιείται, εκδηλώνονται δευτεροπαθώς, επαναλαμβανόμενες κινήσεις διαφόρων μυϊκών ομάδων του σώματος, κατά παροξυσμούς, καθώς το παιδί αγωνίζεται να προφέρει σωστά τις λέξεις, σε μία προσπάθεια να διώξει την ένταση του.
Ο τραυλός γνωρίζει ακριβώς τι θα επιθυμούσε να πει, αλλά την στιγμή εκείνη είναι ανίκανος να το πει με ευκολία επειδή συμβαίνει μια ακούσια επανάληψη ή επιμήκυνση ή διακοπή του ήχου. Υπάρχουν επίσης συνοδά συμπτώματα όπως άρρυθμη αναπνοή , ανώμαλες κινήσεις της γλώσσας και της γνάθου και συσπάσεις του προσώπου και κινήσεις του κορμού και των άκρων. Οι τραυλίζοντες χρησιμοποιούν λιγότερες λέξεις από τους υπόλοιπους και αποφεύγουν της δύσκολες λέξεις ή της αντικαθιστούν με ευκολότερες. Οι τραυλίζοντες μιλάνε φυσιολογικά όταν είναι μόνοι τους όταν τραγουδούν όταν μιλάνε σε ζώα η σε άτομα που τα γνωρίζουν καλά. Ένα παιδί μπορεί να τραυλίζει περισσότερο όταν μιλάει στον ένα γονέα από ότι στον άλλον. Μια συναισθηματική αναστάτωση συχνά πυροδοτεί την έναρξη ενός επεισοδίου τραυλισμού.

Περίπου 5% των παιδιών τραυλίζουν, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις παρατηρείται αυτόματη ύφεση. Περίπου 20% συνεχίζουν να έχουν το πρόβλημα και στην ενήλικη ζωή.
Φαίνεται ότι υπάρχει μία ισχυρή οικογενής επίπτωση.
Η διαταραχή φαίνεται να κάνει ύφεση στα κορίτσια περισσότερο παρά στα αγόρια.

Ο ρόλος του γιατρού είναι να βοηθάει του γονείς να αποδεχτούν την δυσχέρεια της ομιλίας του παιδιού τους. Όταν δοθεί λιγότερη έμφαση από νωρίς στο πρόβλημα, υπάρχει καλύτερη έκβαση. Το παιδί θα πρέπει να το κάνουμε να αισθάνεται επιτυχημένο και ότι το φροντίζουμε. Εάν παρ’ όλα αυτά το πρόβλημα παραμένει τότε θα πρέπει να ζητάμε την γνώμη λογοθεραπευτή. Θεραπευτικά η αντιμετώπιση περιλαμβάνει ασκήσεις ελέγχου αναπνοής και χρήση μεθόδων ελέγχου της ομιλίας.